Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγγραφέας (

  • 1 συγγραφέας

    [синграфэас] ουσ. писатель, автор,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγγραφέας

  • 2 писатель

    писатель м о συγγραφέας* знаменитый \писатель о διακεκριμένος συγγραφέας
    * * *
    м
    ο συγγραφέας

    знамени́тый писа́тель — ο διακεκριμένος συγγραφέας

    Русско-греческий словарь > писатель

  • 3 автор

    автор м о συγγραφέας (пи сатель ) ο συντάκτης (соста витель )' ο εφευρέτης (изо бретатель)
    * * *
    м
    ο συγγραφέας ( писатель); ο συντάκτης ( составитель); εφευρέτης ( изобретатель)

    Русско-греческий словарь > автор

  • 4 греческий

    греческий ελληνικός \греческий язык η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά \греческий писатель о Έλληνας συγγραφέας
    * * *

    гре́ческий язы́к — η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά

    гре́ческий писа́тель — ο Έλληνας συγγραφέας

    Русско-греческий словарь > греческий

  • 5 драматург

    драматург м о δραματουργός, ο θεατρικός συγγραφέας
    * * *
    м
    ο δραματουργός, ο θεατρικός συγγραφέας

    Русско-греческий словарь > драматург

  • 6 классик

    классик м о κλασικός* писатель-\классик о κλασικός συγγραφέας
    * * *
    м
    ο κλασικός

    писа́тель-кла́ссик — ο κλασικός συγγραφέας

    Русско-греческий словарь > классик

  • 7 автор

    1. (писатель) о συγγραφέας 2. (изобретатель) о εφευρέτης, ο δημιουργός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автор

  • 8 писатель

    ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > писатель

  • 9 соавтор

    ο συνεργάτης
    ο δεύτερος συγγραφέας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соавтор

  • 10 фантаст

    литер. о συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фантаст

  • 11 автор

    автор
    м ὁ δημιουργός / ὁ συγγραφέας [-εύς] (писатель)/ ὁ ἐφευρέτης (изобретения):
    \автор проекта ὁ δημιουργός τοῦ σχεδίου.

    Русско-новогреческий словарь > автор

  • 12 писатель

    писатель
    м ὁ λογοτέχνης, ὁ συγγραφεύς, ὁ συγγραφέας.

    Русско-новогреческий словарь > писатель

  • 13 признанный

    признанный
    1. прич. от признать·
    2. прил ἀναγνωρισμένος / γνωστός (известный):
    \признанный писатель ὁ ἀναγνωρισμένος συγγραφέας.

    Русско-новогреческий словарь > признанный

  • 14 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 15 составитель

    составитель
    м (автор) ὁ συντάκτης, ὁ συγγραφέας.

    Русско-новогреческий словарь > составитель

  • 16 творец

    творец
    м ὁ δημιουργός (создатель)/ ὁ συγγραφέας (автор).

    Русско-новогреческий словарь > творец

  • 17 трагик

    трагик
    м
    1. (актер) ὁ τραγικός ἡθοποιός, ὁ τραγωδός·
    2. (автор) ὁ τραγικός (συγγραφέας, ποιητής).

    Русско-новогреческий словарь > трагик

  • 18 автор

    α.
    συγγραφέας, δημιουργός• εφευρέτης.

    Большой русско-греческий словарь > автор

  • 19 анонимный

    επ.
    ανώνυμος•

    анонимный автор ανώνυμος συγγραφέας•

    -ое письмо ανώνυμη επιστολή.

    Большой русско-греческий словарь > анонимный

  • 20 беллетрист

    α.
    συγγραφέας πρόζας λογοτέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > беллетрист

См. также в других словарях:

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο αυτός που έγραψε ένα έργο λογοτεχνικό ή επιστημονικό: Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε συγγραφέας πολλών ηθογραφικών διηγημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγραφέας — συγγραφέᾱς , συγγραφεύς one who collects and writes down historic facts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναξαριστής — Συγγραφέας βιβλίων με βίους άγιων ή και εκδότης κειμένων του είδους. Οι κυριότεροι σ. από τον 2o αι. έως τις μέρες μας είναι οι Κύριλλος Σκυθοπολίτης, Ιωάννης ο Μόσχος, Σωφρόνιος ο Ιεροσολύμων, Λεόντιος ο Νεαπόλεως, Επιφάνιος ο μοναχός, Συμεών ο… …   Dictionary of Greek

  • Τρωίλος, Ιωάννης - Ανδρέας — Συγγραφέας, που καταγόταν από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Γεννήθηκε πιθανόν στο τέλος του 16ου αι. και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Ο Τ. αναφέρεται ως ο συγγραφέας του έμμετρου έργου Βασιλιάς Ροδολίνος, το οποίο τυπώθηκε στη Βενετία… …   Dictionary of Greek

  • σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… …   Dictionary of Greek

  • Μάτρις — Συγγραφέας της αρχαιότητας από τη Θήβα. Η εποχή που άκμασε δεν έχει προσδιοριστεί, ωστόσο επονομαζόταν υδροπότης, επειδή καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν έπινε άλλο υγρό εκτός από νερό. Στον Μ. αποδίδεται η συγγραφή των έργων με τους τίτλους …   Dictionary of Greek

  • Σαγχονιάθων ή Σαγχουνιάθων — Συγγραφέας που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο (12o αι. π.Χ.) και θεωρείται ο αρχαιότερος ιστορικός του κόσμου. Καταγόταν από τη Φοινίκη και έγραψε στη φοινικική γλώσσα την ιστορία της πατρίδας του. Αν και πολλοί νεώτεροι ερευνητές αμφισβητούν… …   Dictionary of Greek

  • Σολομωνίδης, Χρήστος — Συγγραφέας (Σμύρνη 1897 Αθήνα 1977). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και δικηγόρησε στη Σμύρνη και, από το 1922, στην Αθήνα. Διετέλεσε διευθυντής της ημερήσιας εφημερίδας θάρρος της Σμύρνης (1919 1922) και αρχισυντάκτης της εφημερίδας …   Dictionary of Greek

  • Φλέγων, Παύλος Αίλιος — Συγγραφέας από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Έζησε επί Τραϊανού και έλεγαν πως ήταν απελεύθερός του. Το έργο του Ολυμπιακών και χρονικών συναγωγή αρχίζει από την 1η Ολυμπιάδα και φτάνει έως τον θάνατο του Αδριανού (137 – 140 μ.Χ.). Δίνει… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»